
Ακόμη μια κακή εμφάνιση και αγχωτική νίκη, αυτή τη φορά κόντρα στην πολωνική Ρόζα Ράντομ, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα έχανε πριν καν αρχίσει το παιχνίδι.
Γράφει ο Γιάννης Σηφάκης
«Μπαίνεις στο παιχνίδι νωθρά, βρίσκεσαι πίσω στο σκορ, κυνηγάς διαρκώς τον αντίπαλο, μαζεύεις τη διαφορά στο ημίχρονο, στην τρίτη περίοδο ξανά νωθρά και στο τέλος είτε νικάς στον πόντο, είτε χάνεις στον πόντο, είτε πας στην παράταση με εγκεφαλικά. Έργο χιλιοπαιγμένο που πλέον κουράζει», ένα από τα σχόλια που γράφτηκε μετά τη λήξη του αγώνα.
Και το παραπάνω… εργάκι το έχουμε δει σχεδόν σε όλα τα παιχνίδια της Βασίλισσας έως τώρα. Από την «πύρρειο νίκη» μέσα στη Βενετία έως και την ήττα από την Εστουντιάντες, το σύνολο του Σωτήρη Μανωλόπουλου δείχνει άρρωστο και ιδιαιτέρως προβληματικό ενόψει της απαιτητικής συνέχειας.
Μία ομάδα χωρίς αρχή, μέση και τέλος, με ασύνδετα σχήματα για μεγάλα χρονικά διαστήματα και μηδέν προσαρμοστικότητα στην τακτική του αντιπάλου. Αυτή είναι η Βασίλισσα που εμφανίζεται στην πλειοψηφία των επίσημων παιχνιδιών, αφήνοντας τις πραγματικά καλές εμφανίσεις της προετοιμασίας εκτός συνάρτησης.
Το ματς με την Ρόζα Ράντομ ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ΑΕΚ να βγάλει μια αντίδραση στο παρκέ, να δείξει ότι μπορεί να αντιστρέψει το κακό κλίμα που επικρατεί και να πάρει μια μεγάλη ανάσα πριν το μεγάλο παιχνίδι για τα ημιτελικά του κυπέλλου, κόντρα στον παντοδύναμο Παναθηναϊκό.
Απαιτήσεις την Κυριακή δεν θα υπάρξουν, αυτό είναι δεδομένο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να δοθεί τον δικαίωμα στον αντίπαλο να νιώσει άνετα και να μην βρει καμία σοβαρή αντίδραση. Στα χέρια των παικτών της Βασίλισσας είναι να παίξουν καλά και να διεκδικήσουν ό,τι μπορούν από αυτό το ντέρμπι.
Τα προβλήματα που βγάζουν μάτι
Έως τώρα, η ομάδα εμφανίζει τεράστιο πρόβλημα στην οργάνωση του παιχνιδιού, αφού ξεκάθαρα Γκριν και Ξανθόπουλος δεν μπορούν να σηκώσουν μόνοι τους το βάρος της οργάνωσης. Ο Γκριν είναι ένα γκαρντ που δίνει σκορ και τρεξίματα, αλλά είναι απελπιστικά μόνος. Κι αυτό διότι ο Βασίλης Ξανθόπουλος δεν μπορεί να σταθεί με αξιώσεις ως δεύτερη λύση στη θέση του πόιντ-γκαρντ.
Επίσης, το δεύτερο πρόβλημα εμφανίζεται στα ριμπάουντ. Ο Ελόνου είναι ο μοναδικός ψηλός που διαθέτει η ομάδα με τη δυνατότητα προστασίας της ρακέτας (rim protector),αφού ο Τζέιμς δείχνει να μην έχει την απαιτούμενη έφεση στον τομέα και ο Μαυροειδής με τον Σάκοτα είχαν πάντοτε την συγκεκριμένη αδυναμία.
Μπάρλοου και Χάρις είναι δύο παίκτες που μπορούν να μαζέψουν «σκουπίδια» κοντά στη στεφάνη και έχουν συνεισφέρει στο κομμάτι αυτό, αλλά είναι και ζήτημα ομαδικής δουλειάς ώστε τα σωστά κλειδώματα να αφήσουν εκτός περιοχής τους αντιπάλους.
Το τρίτο και σημαντικότερο πρόβλημα είναι αυτό του κακού ροτέισον που πραγματοποιείται από τον προπονητή. Μέχρι τώρα, τα παιχνίδια «βγαίνουν» με οκτώ ή εννέα παίκτες, με ανενεργούς κυρίως τους Σι, Μωραΐτη, Τσαλμπούρη και Άτιτς. Κι όλα αυτά σε μία χρονιά που είχε επισημανθεί ο σημαντικός ρόλος των νεαρών στο ρόστερ.
Γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε αποκτήθηκε ο Ξανθόπουλος, για να μπορεί να βρει χώρο ο Μωραΐτης. Αντίστοιχη περίπτωση και ο ερχομός του Ελόνου, για να μπορέσει να αξιοποιηθεί και ο Τσαλμπούρης, με τη σειρά του. Κάτι τέτοιο όμως, δεν το βλέπουμε να γίνεται πράξη.
Οι λύσεις έχουν… ελληνικό χρώμα
Διαρκώς οι λύσεις έρχονται από τον αρχηγό της ομάδας, τον Ντούσαν Σάκοτα, ο οποίος κάνει αθόρυβη δουλειά και παρά το κακό του πρόσωπο στην άμυνα, δίνει λύσεις στην επίθεση. Δεύτερος μαχητής ο Δημήτρης Μαυροειδής, ο οποίος μπορεί να εμφανίζεται βαρύς μέσα στον αγώνα, αλλά τρώει μπόλικο ξύλο κάτω από τη ρακέτα, φορτώνει την αντίπαλη άμυνα με φάουλ και έχει καλή κίνηση-εκτέλεση στο σετ παιχνίδι.
Και βέβαια, ρυθμιστής της ομάδας είναι πλέον και ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης, που έχει βελτιώσει το μακρινό σουτ, την σκληρή άμυνα κι έχει ελαχιστοποιήσει τα άσκοπα φάουλ. Η προετοιμασία με την Εθνική Ομάδα δείχνει πως του έκανε καλό, αλλά ακόμη έχει δρόμο για να ανεβάσει το επίπεδό του και να γίνει παίκτης πρώτης γραμμής – εάν ποτέ τα καταφέρει.
Μόνον ο Χάρις κάνει τη διαφορά
Ίσως το πρόβλημα της εφετινής ομάδας να είναι η κακή επιλογή ξένων παικτών, οι οποίοι υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να κάνουν τη διαφορά. Ο Τζέιμς ίσως να μην είναι ο κατάλληλος παίκτης για τη θέση «4» και να έπρεπε να έρθει ένα τεσσαρο-πεντάρι, με έφεση στα ριμπάουντ και την επιθετική άμυνα.
Ο Γκριν, επίσης, ίσως να μην είναι ο κατάλληλος πλέι-μέικερ, από την ώρα που στόχος της ομάδας είναι να χτίσει την ομάδα γύρω από τους μικρούς, αφού ο Αμερικανός γκαρντ δεν μπορεί να σηκώσει μόνος του το βάρος στη θέση «1» και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αντικαταστάτης του Ούκιτς.
Μόνον ο Χάρις δείχνει να μπορεί να δώσει πράγματα στη Βασίλισσα, αλλά κι εκείνος έχει ανάγκη λίγο χρόνο για να δεθεί με τους υπόλοιπους και να βρει τα πατήματά του. Πάντως, ακόμα και ο Μπάρλοου, που πέρυσι ήταν από τους καλύτερους του πρωταθλήματος με τα Τρίκαλα, έως τώρα δεν έχει καταφέρει να δικαιολογήσει τον άπλετο χρόνο που του δίνεται στο παρκέ.
Άδικος ο παραγκωνισμός του Άτιτς για τον Σι
Αυτό που κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση, είναι ο παραγκωνισμός του Άτιτς. Ο Βόσνιος θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς του στην Ευρώπη, κάτι που το έχει αποδείξει με την Εθνική του Ομάδα, αλλά στη Βασίλισσα είναι μονίμως εκτός πλάνων.
Στην προετοιμασία έδειξε πολύ όμορφα πράγματα και όλοι θεωρήσαμε πως ο νεαρός θα είχε ρόλο και θέση στο ανανεωμένο ρόστερ της εφετινής σεζόν. Παρ’ όλα αυτά, η… έλλειψη αθλητικότητας που παρατηρήθηκε στη θέση «3» καλύφθηκε με τον ερχομό του Μπάντζα Σι, έναν αθλητικό ρολίστα, ο οποίος κατάφερε να αρπάξει την θέση ξένου από τον Άτιτς.
Κι όμως, το μεγάλο οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι ο Σι δεν έχει καταφέρει να δικαιολογήσει τον ρόλο του και την σπατάλη της έκτης θέσης ξένου στο πρόσωπό του. Και για ακόμη μια φορά το πρόβλημα δεν δείχνει να διορθώνεται, αφού ο Άτιτς ξανά και ξανά μένει ανενεργός στους πάγκους.
Η διοίκηση θα ορίσει το μέλλον της Βασίλισσας
Ο μεγάλος προβληματισμός φέρνει και μεγάλη εσωστρέφεια. Και ειδικά σε μία ομάδα σαν την Βασίλισσα, που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να βρει θέση στον μπασκετικό χάρτη και την χαμένη αίγλη της, η εσωστρέφεια πολλαπλασιάζεται.
Τα προβλήματα που εμφανίζονται στο παρκέ, είναι ξεκάθαρα προϊόν του προπονητή και της δουλειάς που (δεν) έχει γίνει από την προετοιμασία. Και νομίζω δικαίως τα παράπονα έχουν ως αποδέκτη τον Σωτήρη Μανωλόπουλο.
Με βάση το ιστορικό της ομάδας, η διοίκηση πάντοτε δείχνει υπομονή αλλά όχι διάθεση για αποφάσεις όσο είναι εν θερμώ. Είτε υπάρξει αλλαγή προπονητή, είτε γίνουν γενναίες επεμβάσεις στο εσωτερικό της ομάδας, τον τελευταίο λόγο έχει η διοίκηση. Εκείνη μπορεί να ορίσει το μέλλον της ομάδας…
ΥΓ: Εάν δεν αξιοποιήσουμε τα ταλέντα στο ρόστερ, από εφέτος κιόλας, διαρκώς θα είμαστε στο ίδιο έργο θεατές: ξένοι που θα αλλάζουν κάθε χρόνο, έμπειροι Έλληνες που όμως δεν θα μπορούν να δώσουν όλα αυτά που χρειαζόμαστε και το επίπεδο της ομάδας δύσκολα θα ανέβει. Μπορεί ο λαός της ΑΕΚ (δυστυχώς) να έχει γυρίσει την πλάτη στην ομάδα, αλλά κι εκείνη δεν κάνει την δουλειά που πρέπει στο παρκέ. Χρειάζονται καίριες διορθώσεις σε πολλούς τομείς!

